- συναρπάζω
- ΝΜΑ [ἁρπάζω]μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τόν καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο»)νεοελλ.μέσ. συναρπάζομαια) καταγοητεύομαιβ) συμπεριφέρομαι παράλογα από τον θυμό μου, εξοργίζομαιμσν.παθ. παρασύρομαι από τις απόψεις που διατυπώνει κάποιος άλλος και τελικά συμφωνώ με αυτέςαρχ.1. αρπάζω βίαια και παίρνω μαζί κάποιον ή κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ κρατῶν... συνήρπασε καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῑκας καὶ τὰ χρήματα», Ξεν.)2. αρπάζω κάτι και τό συγκρατώ («οὐ δύνανται συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν γόνον», Ιπποκρ.)3. καταπλήσσω, φοβίζω κάποιον με βίαιη επίθεση4. αρπάζω και αφανίζω κάτι, τό καταστρέφω εντελώς5. (μέσ. και παθ.) συναρπάζομαια) (για παλαιστή) περισφίγγω τον αντίπαλο με τους βραχίονεςβ) αρπάζομαι και απομακρύνομαι από τον θάνατογ) γραμμ. (σχετικά με το φαινόμενο τής συντακτικής έλξης) σχηματίζομαι καθ' έλξινδ) βιάζομαι να διατυπώσω τις κρίσεις ή τη γνώμη μου σχετικά με ένα θέμα6. μτφ. α) παρασύρω κάποιον με πειστικά επιχειρήματα ώστε να έλθει με το μέρος μου, τόν καταπείθωβ) ενώνομαι με μυστική έξαρση με το θείογ) (για δαίμονα) κατέχω, κρατώ υπό την εξουσία μου7. φρ. α) «συναρπάζω χεῑρας» — αρπάζω κάποιον πιάνοντας και δένοντας τα χέρια του πίσω (Ευρ., Λυσ.)β) «συναρπάζω φρενί» — αντιλαμβάνομαι κάτι αμέσως και με οξύτητα, τό αρπάζω αμέσως (Σοφ.)γ) «συναρπάζω τὸ ζητούμενον»(λογ.) θεωρώ ως αποδεδειγμένο το ζητούμενο, διαπράττω το σφάλμα τού φαύλου κύκλου (Λουκιαν., Σέξτ. Εμπ)8. το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ συνηρπασμένοιαυτοί που υπέστησαν κλοπή, ληστεία.
Dictionary of Greek. 2013.